- ἀπόγειος
- ἀπόγαιοςmasc/fem nom sgἀπόγειοςfrom landmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόγειος — κ. αιος, α, ο (Α ἀπόγειος, α, ον) [γη] (άνεμος, αύρα) που πνέει από την ξηρά (για το ουδ. ως ουσ. βλ. απόγειον) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από τη Γη 2. σε απόσταση από την ακτή … Dictionary of Greek
ἀπογείαις — ἀπόγειος from land fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόγειαι — ἀπόγειος from land fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειότερον — ἀπόγαιος adverbial comp ἀπόγαιος masc acc comp sg ἀπόγαιος neut nom/voc/acc comp sg ἀπόγειος from land adverbial comp ἀπόγειος from land masc acc comp sg ἀπόγειος from land neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτάτων — ἀπόγαιος fem gen superl pl ἀπόγαιος masc/neut gen superl pl ἀπόγειος from land fem gen superl pl ἀπόγειος from land masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέρα — ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγαιος fem nom/voc/acc comp dual ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγαιος fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγειος from land fem nom/voc/acc comp dual ἀπογειοτέρᾱ , ἀπόγειος from land fem nom/voc comp sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέραις — ἀπόγαιος fem dat comp pl ἀπογειοτέρᾱͅς , ἀπόγαιος fem dat comp pl (attic) ἀπόγειος from land fem dat comp pl ἀπογειοτέρᾱͅς , ἀπόγειος from land fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέρας — ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγαιος fem acc comp pl ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγαιος fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγειος from land fem acc comp pl ἀπογειοτέρᾱς , ἀπόγειος from land fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειοτέρων — ἀπόγαιος fem gen comp pl ἀπόγαιος masc/neut gen comp pl ἀπόγειος from land fem gen comp pl ἀπόγειος from land masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογειότατα — ἀπόγαιος adverbial superl ἀπόγαιος neut nom/voc/acc superl pl ἀπόγειος from land adverbial superl ἀπόγειος from land neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)